κερουλκός — drawing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερουλκός — ή, ό (Α κερουλκός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο 1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα 2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.) 3.… … Dictionary of Greek
κερουλκά — κερουλκός drawing neut nom/voc/acc pl κερουλκά̱ , κερουλκός drawing fem nom/voc/acc dual κερουλκά̱ , κερουλκός drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερουλκώ — [κερουλκός] ναυτ. διευθετώ τις κεραίες ιστιοφόρου πλοίου και τοποθετώ τα ιστία που κρέμονται απ αυτές στην κατάλληλη θέση, κν. μπρατσάρω … Dictionary of Greek
κερουλκοί — κερουλκός drawing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερουλκούς — κερουλκός drawing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek
μπράτσο — το (Μ [μ]πράτσο[ν]) 1. ο βραχίονας τού χεριού 2. ναυτ. σχοινί χειρισμού τών κεραιών τού καραβιού, ο κερουλκός νεοελλ. 1. το μήκος τού βραχίονα ως μέτρο μήκους 2. ο, τιδήποτε έχει σχήμα μπράτσου («το μπράτσο τής πολυθρόνας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek