κερουλκός

κερουλκός
κερουλκός, όν, ([etym.] ἑλκω)
A drawing a plough by the horns, Hsch.
II drawing a bow of horn, [Τρῶες] S.Fr.859 (lyr.).
2 [voice] Pass., of the bow itself, because tipped with horn,

τόξα κ. E.Or.268

.
III κ. κάλως, = κεραιοῦχος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κερουλκός — drawing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερουλκός — ή, ό (Α κερουλκός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο 1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα 2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κερουλκά — κερουλκός drawing neut nom/voc/acc pl κερουλκά̱ , κερουλκός drawing fem nom/voc/acc dual κερουλκά̱ , κερουλκός drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερουλκώ — [κερουλκός] ναυτ. διευθετώ τις κεραίες ιστιοφόρου πλοίου και τοποθετώ τα ιστία που κρέμονται απ αυτές στην κατάλληλη θέση, κν. μπρατσάρω …   Dictionary of Greek

  • κερουλκοί — κερουλκός drawing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερουλκούς — κερουλκός drawing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… …   Dictionary of Greek

  • μπράτσο — το (Μ [μ]πράτσο[ν]) 1. ο βραχίονας τού χεριού 2. ναυτ. σχοινί χειρισμού τών κεραιών τού καραβιού, ο κερουλκός νεοελλ. 1. το μήκος τού βραχίονα ως μέτρο μήκους 2. ο, τιδήποτε έχει σχήμα μπράτσου («το μπράτσο τής πολυθρόνας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”